- σφαλερούς
- σφαλερόςlikely to make one stumblemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
блазньно — (5*) нар. Обманчиво, неверно: ˫ако скорѣишюю извѣстоу заповѣдь положити ищеши. и часъ зѣло измѣренъ. ѥже неоудобьно и блазньно [в др. сп. блазно] ѥсть. ово бо по въскрьсении г҃а нашего врѣмени. подобаѥть праздьникъ и веселиѥ начинати. (σφαλερόν)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek